- ευχητήριος
- -α, -ο [εύχομαι]1. ευχετήριος2. το ουδ. ως ουσ. το ευχητήριοτο ευχετήριο, η γραπτή έκφραση ευχής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευχετήριος — α, ο [εύχομαι] 1. ευχητήριος, ευχετικός, αυτός που αναφέρεται στην ευχή, με τον οποίο εκφράζεται ευχή 2. το ουδ. ως ουσ. το ευχετήριο γραπτή έκφραση ευχής … Dictionary of Greek